φθοριοφωσφορικός

φθοριοφωσφορικός
-ή, -ό, Ν φρ. α) «φθοριοφωσφορικό άλας»
χημ. άλας τού φθοριοφωσφορικού οξέος
β) «φθοριοφωσφορικό οξύ»
χημ. άλλη ονομασία της χημικής ένωσης εξαφθοροφωσφορικό οξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ. πρβλ. αγγλ. (acid) fluorophosphoric].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”